διανόημα

διανόημα
διανόημα , ατος, τό (s. διανοέομαι; X., Pla. et al.; pap [late]; LXX) product of a thought process, thought εἰδὼς τὰ δ. he knew their thoughts Lk 11:17; cp. ἐπιγνοὺς τὰ δ. 3:16 D.—DELG s.v. νόος. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διανόημα — thought neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανόημα — το (Α διανόημα) [διανοούμαι] στοχασμός, διαλογισμός, σκέψη αρχ. (σε πληθ.) τα διανοήματα νοσηρή φαντασία, φαντασιοπληξίες …   Dictionary of Greek

  • διανόημα — το η βαθιά σκέψη, ο στοχασμός: Βιβλίο γεμάτο διανοήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διανοημάτων — διανόημα thought neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοήμασι — διανόημα thought neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοήμασιν — διανόημα thought neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοήματα — διανόημα thought neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοήματι — διανόημα thought neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοήματος — διανόημα thought neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθύμηση — και θύμηση, η (AM ἐνθύμησις) [ενθυμούμαι] σκέψη, στοχασμός, ανάμνηση («ώς που έχαναν και την ενθύμηση τής πατρίδας τους», Καρκαβ.) νεοελλ. 1. μνήμη, θυμητικό («μού ήρθε στην ενθύμηση μου») 2. ενθύμιο, αναμνηστικό, σουβενίρ 3. πληθ. (παλαιογρ.) οι …   Dictionary of Greek

  • εννόημα — ἐννόημα, το (AM) [εννοώ] το αποτέλεσμα τού εννοώ, αντίληψη, μάθηση μσν. 1. σκέψη, διανόημα 2. αίσθημα |Į αρχ. 1. έννοια, σημασία 2. υποκείμενο σκέψεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”